Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Χρήστος Νικολόπουλος


 http://www.topontiki.gr/sites/default/files/pontikiold/oldphotosnikolopoulos41423472334.jpg

Ο Χρήστος Νικολόπουλος (γεν. 11 Ιουλίου 1947) στο Νησελούδι (τέως Καψοχώρι) χωριό στην Αλεξάνδρεια (Ημαθίας) είναι δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης. Το έργο του εστιάζεται στο λαϊκό τραγούδι έχοντας εμφανή στοιχεία και από την παραδοσιακή μουσική. Συνέθεσε πολλά μουσικά έργα. Οι γνωστοί δίσκοι του είναι πάρα πολλοί (αναφέρεται εκτεταμένη αναφορά στην ενδεικτική του δισκογραφία) και μερικά από τα πλέον γνωστά τραγούδια τα: «Νυχτερίδες και αράχνες» (1968), «Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου» (1968), «Αγριολούλουδο» (1972), «Νύχτα στάσου» (1975), «Υπάρχω» (1975). «Το σταυροδρόμι», «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει», «Παίξε Χρήστο επειγόντως», «Οι νταλίκες», «Όλοι δικοί μας ήμαστε», «ο Σαλονικιός», «Αγάπη όλο ζήλια», «Το βραδάκι», «Συλλαβιστά - ­Ψιθυριστά», «Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς», «Η Νύχτα θέλει έρωτα», «Όλες του κόσμου οι Κυριακές» κ.α.

Βιογραφία 
 Ο Χρήστος Νικολόπουλος γεννήθηκε στις 11 Ιουλίου 1947 στο Καψοχώρι της Αλεξάνδρειας του Νομού Ημαθίας. Η οικογένειά του δεν είχε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τις σπουδές του. Η ενασχόληση με κάτι επαγγελματικό γύρω από τη μουσική, καθώς ήδη η οικογένειά του ασχολούνταν γύρω από αυτή, φάνταζε ως μονόδρομος για τον Χρήστο Νικολόπουλο από τη νεαρή του ηλικία. Για λόγους βιοποριστικούς και με σκοπό να βοηθήσει την φτωχή οικογένειά του ασχολήθηκε επαγγελματικά παίζοντας σε όλη την περιφέρεια της ιδιαίτερης πατρίδας του, σε κέντρα, γιορτές, γάμους, πανηγύρια κλπ. Το 1963, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, με την ευχή του πατέρα του ως μόνο εφόδιο, έφτασε στην Αθήνα. Στην οδό Βερανζέρου με Σατωβριάδου στην Ομόνοια υπήρχε το «Καφενείο των Μουσικών». Εκεί γνώρισε μουσικούς που τον βοήθησαν να παίζει σε δίσκους μικρών εταιρειών. Ο Στέλιος Ζαφειρίου, δεξιοτέχνης στο μπουζούκι τον άκουσε και του πρότεινε να παίζουν μαζί στις ηχογραφήσεις μεγαλύτερων εταιρειών. Σύντομα ο Χρήστος Νικολόπουλος άρχισε να γίνεται πιο γνωστός και πολλοί μιλούσαν για "μεγάλο μουσικό ταλέντο", εκθειάζοντας παράλληλα την σεμνότητα του. Το 1964 δούλεψε για μία σεζόν εκεί που τραγουδούσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος που χαρακτηριζόταν ως μεγάλος τραγουδιστής της περιόδου εκείνης. Το 1965 ο μουσικός Πέτρος Ιατρού τον σύστησε στον Στέλιο Καζαντζίδη, όπου και δούλεψε μαζί του τα τελευταία χρόνια των τότε εμφανίσεών του Καζανζίδη (1965-1966). Πήγαν σε περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Ο Στέλιος Καζαντζίδης την άνοιξη του 1966 αποχώρισε από τα κέντρα και από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε (παρά μόνο πολύ αργότερα και συμβολικά πλέον). Μεταγενέστερα και παρά τις καλες σχέσεις που είχαν οι δύο άνδρες κατά το παρελθόν υπήρξε και σχετική έριδα μεταξύ τους για την πατρότητα κάποιων τραγουδιών, που κάλυψαν σε ευρεία κλίμακα τα ΜΜΕ της εποχής αυτής. Ο Χρήστος Νικολόπουλος συνέχισε την πορεία του αυτόνομα και είχε την τύχη να γνωρίσει και να δουλέψει σχεδόν με όλους τους ρεμπέτες της εποχής (Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Κυριαζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Σταύρος Κουγιουμτζής). Από το 1968 άρχισε να γράφει τα πρώτα δικά του πλέον τραγούδια. Την περίοδο 1969-70 συνεργάστηκε και τον βοήθησε πολύ στις μουσικές σπουδές του ο Μανώλης Χιώτης. Όπως αναφέρει τακτικά ο Χρήστος Νικολόπουλος «Με τον Μανώλη Χιώτη ήταν σαν να απέκτησα μεταπτυχιακό δίπλωμα μαζί του». Είναι ευρέως γνωστό ότι, τουλάχιστον οι παλαιότεροι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού είχαν σαν ίνδαλμα τον Μανώλη Χιώτη. Και ο Μανώλης Χιώτης εκφραζόταν με τα καλύτερα λόγια για το Χρήστο Νικολόπουλο. Ο Χρήστος Νικολόπουλος υπήρξε επίσης στενός συνεργάτης με τον Γιώργο Ζαμπέτα και μάλιστα σε μία αφιέρωση του ο Γιώργος Ζαμπέτας αποκαλεί το Χρήστο "γιο" του. Ο Χρήστος Νικολόπουλος για τουλάχιστον 40 χρόνια έχει παίξει με το μπουζούκι του πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής δισκογραφίας, (κάποιοι μουσικοί συντελεστές το εκτιμούν σε ποσοστό 80% στον τομέα της λαϊκής μουσικής) και έχει συνθέσει επίσης, δουλειά πολύ επίπονη για ένα μουσικό. Τον Δεκέμβριο του 2005 ο Χρήστος Νικολόπουλος κυκλοφορεί το ομότιτλο soundtrack της γνωστής τηλεοπτικής σειράς «Η Λίμνη Των Στεναγμών». Το album περιλαμβάνει 18 τραγούδια, μερικά από τα οποία είναι ορχηστρικά, με τη μουσική υπογραφή του Χρήστου Νικολόπουλου, αλλά και του γιου του Βασίλη Νικολόπουλου, σε δύο από αυτά («Στην Απέναντι Οχθη», «Πρωινή Βόλτα»), ενώ τους στίχους επιμελείται ο Φίλιππος Γράψας. Τα τραγούδια ερμηνεύει η Μαρία Σπυροπούλου. Ως σήμερα συνεχίζει ακατάπαυστα το μουσικό του ταξίδι...

 Μουσική Εκπαίδευση
 Ο Χρήστος Νικολόπουλος αποτελεί την πεμπτουσία του να είσαι πραγματικά αυτοδίδακτος. Με τα πρώτα του ακούσματα να έχουν σαφέστατα ρίζες της Ελληνικής μουσικής παράδοσης και με το πρώτο του μπουζούκι στα χέρια -σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών- βρέθηκε για πέντε μήνες κοντά σε ένα δάσκαλο μουσικής. Αν και αρίστευσε στο διάβασμα του πενταγράμμου τα μυστικά του οργάνου που διάλεξε: το μπουζούκι, τα έμαθε μόνο αυτοδίδακτα. Αρχισε να μελετάει ατελείωτες ώρες με το μπουζούκι του και παράλληλα να παίζει με κάποια μικρά συγκροτήματα της περιοχής είτε λαϊκά είτε παραδοσιακά τοπικά. Πολύ γρήγορα ο Χρήστος Νικολόπουλος άρχισε να γίνεται ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Για λόγους βιοποριστικούς και με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του ασχολήθηκε από νωρίς επαγγελματικά παίζοντας σε όλη την περιφέρεια της πατρίδας του, σε κέντρα, γιορτές, γάμους, πανηγύρια κλπ.

Συνθέσεις και Δισκογραφία 
Οι συμμετοχές του ως μουσικός/δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, λέγεται ότι ξεπερνούν κάθε άλλον μουσικοσυνθέτη στη χώρα. Διεκδικεί το ρεκόρ έως σήμερα έχοντας στο ενεργητικό του πολύ περισσότερα από 20.000 τραγούδια (playbacks/recordings) σε πάρα πολλούς δίσκους, συλλογές κλπ. Ωστόσο πολλά από αυτά είναι καταχωρημένα σε δισκογραφικές κυκλοφορίες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Τα τραγούδια που έχει γράψει ο ίδιος υπερβαίνουν επίσης τα 1800. Από το 1968 που άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια υπάρχουν πολλές μουσικές επιτυχίες. Ενδεικτικά: «Νυχτερίδες και αράχνες»(1968) , «Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου» (1968) που ερμηνεύει ο Στέλιος Καζαντζίδης, σε στίχους Κ. Βίρβου, «Αγριολούλουδο» (1972), «Την Παρασκευή το Βράδυ» (1972) σε στίχους Πυθαγόρα με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Νύχτα στάσου» (1975), με την Λίτσα Διαμάντη, και επίσης το «Υπάρχω» (1975), με τον Στέλιο Καζαντζίδη (ρεκόρ πωλήσεων). Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια οι δίσκοι: «Το σταυροδρόμι» με τον Πάνο Γαβαλά, «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει» - Γιώργος Νταλάρας - Γλυκερία - Δ. Κοντογιάννης σε στίχους Μανώλη Ρασούλη. Μαζί με τον Ρασούλη έγραψαν επίσης άλλους 2 δίσκους, τα: «Παίξε Χρήστο επειγόντως» με την Ελένη Βιτάλη, με τραγούδια, όπως «Οι νταλίκες» με τον Γ. Σαρρή και την Χάρις Αλεξίου, «Όλοι δικοί μας ήμαστε» και με διάφορους άλλους καλλιτέχνες. Ακολουθεί «ο Σαλονικιός», ερμηνεία: Στράτος Διονυσίου, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος (ρεκόρ πωλήσεων). Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο συνεργάστηκαν επίσης και σε άλλους 5 - 6 δίσκους, όπως: «Αγάπη όλο ζήλια», ερμηνεία: Λεωνίδας Βελλής, με τραγούδια όπως: «Το βραδάκι», «Συλλαβιστά­ - Ψιθυριστά» με το Λεωνίδα Βελλή, «Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» (ο εμπορικότερος δίσκος του, πωλήσεις: 325.000 δίσκους), «Η Νύχτα θέλει έρωτα» με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και την Χάρις Αλεξίου, «Τραγούδια με τους φίλους μου», σε στίχους του Λ. Χαψιάδη. Ήταν ή πρώτη φορά που ένας συνθέτης κατάφερε να συγκεντρώσει 11 τραγουδιστές σε έναν δίσκο (Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Στράτος Διονυσίου, Ελένη Βιτάλη, Διονύσης Θεοδόσης, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου, Μ. Βάσσου, Λίτσα Διαμάντη, Μανώλης Αγγελόπουλος) και ένα τραγούδι το τραγουδάει ο ίδιος (είναι η πρώτη φορά).
Στη συνέχεια, το 2004, το επανέλαβε με τον δίσκο «Δική μου η χαρά» (Πασχάλης Τερζής, Κώστας Μακεδόνας, Αντώνης Ρέμος, Δημήτρης Μητροπάνος, Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Μαρίνος, Κώστας Δόξας, Γιώργος Μαργαρίτης, Γλυκερία, Μαριώ και τρία τραγούδια τραγουδάει ο ίδιος). Ξεχωρίζουν επίσης και άλλοι δίσκοι του όπως: «Μεθυσμένα τραγούδια», με τον Γιώργο Νταλάρα «Βραδιάζει» με το Στέλιο Καζαντζίδη (ρεκόρ πωλήσεων) «Λέω» με το Πασχάλη Τερζή, «Μίλα μου στον ενικό» με τον Πασχάλη Τερζή, «Ξημέρωμα 1 ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ.», ένας δίσκος που είχε τις καλύτερες κριτικές και τραγουδούν: Μανώλης Λιδάκης, Μιχάλης Δημητριάδης, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Αρλέτα και ο Χρήστος Νικολόπουλος σε 3 τραγούδια. Μεγάλη επιτυχία του δίσκου ήταν το τραγούδι «στων αγγέλων τα μπουζούκια». «Πάμε για ορθοπεταλιές» με τον Κώστα Μακεδόνα σε στίχους Άρη Δαβαράκη, «Ψίθυροι καρδιάς» με τους: Δημήτρη Μπάση, Εφ. Χαρίδου σε στίχους Ελένης Γιανατσούλια -από το γνωστό σήριαλ (ρεκόρ πωλήσεων). Μεγάλη επιτυχία του δίσκου ήταν το ομώνυμο «Ψίθυροι καρδιάς». «Ανθη Ευλαβείας», που τραγουδά ο ίδιος ο συνθέτης με μικρές συμμετοχές σε ένα τραγούδι η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Γλυκερία. «Τώρα μένω μόνος μου» σε στίχους Άρη Δαβαράκη - Ελένης Γιανατσούλια και τραγούδι Δημήτρης Μπάσης.
Η πιο πρόσφατη δισκογραφική συνεργασία του είναι στα πλαίσια της ταινίας «Μη μου λες αντίο», που έκανε ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης, σε στίχους Ελένης Γιανατσούλια. Τραγουδούν ο Κώστας Μακεδόνας και η Ραλλία Χριστίδου. Επίσης ο Χρήστος Νικολόπουλος μελοποίησε και ορχηστρικά δίσκους με πρωταγωνιστικό όργανο το μπουζούκι, αλλά πάντα με πρωτοποριακές εvορχηστρώσεις και ηχοχρώματα. Αυτοί είναι: «Λαϊκά περάσματα», «Ανατολικά της Ευρώπης», «Δρόμοι της Ανατολής», «Ελλήνων Πάθη», «Κυκλάμινα του Ολύμπου» με μουσικά θέματα σε διάλογο με τα χάλκινα (συμμετέχει η Μπάντα της Φλώρινας). Ένας ακόμη ορχηστρικός δίσκος και στα πλαίσια της πρώτης συνεργασίας με το γιο του Βασίλη είναι το «Όταν η βροχή». Τέλος, οι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι του Χρήστου Νικολόπουλου υπερβαίνουν τους 25.

Συμμετοχές-Συναυλίες
 Από το 1985 ο Νικολόπουλος με την ορχήστρα του λαμβάνει μέρος σε συναυλίες και σε επιλεγμένους χώρους κάνοντας έως σήμερα έντονη την παρουσία του στο χώρο της Ελληνικής μουσικής. Δύο από τις συναυλίες του ηχογραφήθηκαν και έγιναν δίσκοι. Στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το 1987, με τη συμμετοχή 10 τραγουδιστών με τη συμμετοχή 40.000 θεατών. Το 1998 συναυλία στο Ηρώδειο με 70 μουσικούς της σύγχρονης ορχήστρας της ΕΡΤ και συμμετέχουν ως ερμηνευτές η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Κώστας Μακεδόνας, ο Δημήτρης Μπάσης με 8.000 θεατές, όπου ο ίδιος ο Χρήστος Νικολόπουλος θεωρεί πως ήταν το αποκορύφωμα της καριέρας του. Ο τίτλος του ηχογραφημένου δίσκου είναι: «Χρήστος Νικολόπουλος - Ωδείο Ηρώδου Αττικού».

Συνεργασίες
Ο Χρήστος Νικολόπουλος συνόδεψε πολλούς Έλληνες τραγουδιστές στα μουσικά στούντιο, στις ηχογραφήσεις και έχει παίξει με το μπουζούκι του πολλά τραγούδια μεγάλων Ελλήνων δημιουργών. Το συνολικό συνθετικό έργο του Χρήστου Νικολόπουλου είναι ιδιαίτερα μεγάλο καθώς επίσης και οι συμμετοχές που έχει κάμει σε LP διαφόρων καλλιτεχνών. Πολλές από αυτές δυστυχώς δεν υπάρχουν πια παρά σε συλλεκτικές φόρμες, καθώς κυκλοφόρησαν σε δισκάκια βινυλίου και σε δισκογραφικές εταιρείες που δεν υπάρχουν σήμερα. Οι περισσότερες συμμετοχές που βρέθηκαν καταχωρημένες ως σήμερα, υπάρχουν κυρίως στην κατηγορία της δισκογραφίας

 Links:

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Γιώργος Χατζηνάσιος

Ο Γεώργιος Χατζηνάσιος του Αγαπίου είναι σύγχρονος Έλληνας μουσικοσυνθέτης.Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Γιος του Αγάπιου Χατζηνάσιου, καθηγητού μουσικής Ωδείων Θεσσαλονίκης, ο οποίος εθεωρείτο ένας απο τούς καλύτερους σαξοφωνίστες, της εποχής του, από την Νιγρίτα Σερρών και της Άννας, κόρης δασκάλου Θεμιστοκλή Ζωγράφου απο την Γαλατίστα Χαλκιδικής. Ο παππούς του, Γεώργιος Χατζηνάσιος, σπούδασε στη Σχολη του Γένους, ήταν έμπορος και σε μικρή ηλικία πήγε στους Άγιους Τόπους με τον εύπορο πατέρα του Αθανάσιο ο οποίος βαπτίστηκε, ονομάστηκε (Χατζής – Αθανάσιος) Χατζηνάσιος. Ο δε παππούς απο’τη μητέρα του ήταν ζωγράφος – αγιογράφος στο Άγιο Όρος με το παρανόμι Ζωγράφος. Ο Γιώργος άρχισε μαθήματα πιάνου από 6 χρονών στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με καθηγητή τον Φλωρό, σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με καθηγήτρια την Ανθούλα Γ. Χυδίρηγλου, συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φαραντάτο, στο Εθνικό Ωδείο με καθηγητή τον Κρητικό και στο Παρίσι όπου σπούδασε σύνθεση και ενορχήστρωση (θεωρητικά – φούγκα – αντίστιξη), και διεύθυνση ορχήστρας. Από 14 χρονών, είναι ήδη ένας αξιόλογος πιανίσατς με ιδιαίτερη κλήση στην Τζαζ, παράλληλα με την αγάπη του στην Ελληνική Μουσική, όπου εμφανίζεται ως συνθέτης απο το 1972 με τον δίσκο:  4 – 5 – 3. Από τότε έχει γράψει πολλούς δίσκους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, απ’ τους οποίους πολλοί τιμήθηκαν με Χρυσή και πλατινένια διάκριση, από διάφορες δισκογραφικές εταιρείες. Έγραψε, επίσης, μουσική και τραγούδια για τον Κινηματογράφο, το Θέατρο και την Τηλεόραση. Απο τους 45 Δίσκους του χαρακτηριστικοί είναι: Η Διαδρομή, Λεύκωμα, Σήμερα, Συναξάρια, Ενδεκάτη Εντολή, Μάθημα Σολφέζ, Επίθεση Αγάπης κ.α. Σαν γνήσιος Μακεδόνας δεν παρέλειψε να κυκλοφορήσει ένα δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια της Μακεδονίας με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Παράλληλα, έγραψε μουσική για 38 κινηματογραφικές ταινίες όπως: Γλυκειά Συμμορία, Knock Out, Το Αγκίστρι, Εσύ κι Εγώ, Πρωινή Περίπολος, Shirley Valentine της Paramount κ.α. Επίσης, έγραψε μουσική για 25 Θεατρικά Έργα καθώς και μουσική για την Τηλεόραση όπως: Μυστικοί Αρραβώνες, Ακριβή μου Σοφία, Μαύρη Χρυσαλίδα, Τμήμα Ηθών, Γελοίον του Πράγματος, Δρόμοι της Πόλης, Άγγιγμα Ψυχής, Σύνορα Αγάπης, Τα Φτερά του ΄Ερωτα, Φιλί Ζωής.   Το 1980 πήρε Α΄Βραβείο στο Γαλλικό Φεστιβάλ (Rose d’ Or) με το τραγούδι «Όταν γύρω Νυχτώνει». Επίσης, πήρε βραβείο στο Φεστιβάλ της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης κι έχει τιμηθεί από διάφορους συλλόγους για την προσφορά του στην Ελληνική Μουσική. Ως Σολίστ Πιάνου έδωσε ρεσιτάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως στο Carnegie Hall, στο Concert House της Βιέννης, στο White House του Λονδίνου, στην Κύπρο, στη Σόφια κ.α. Το 1985 έγινε η συγγραφή της Όπερας «Ελ Γκρέκο» που αναφέρεται στη ζωή και το έργο του μεγάλου κρητικού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, παρουσιάσθηκε σε μορφή Concerto για πιάνο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει μελοποιήσει το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη καθώς και την Βυζαντινή τρελογία που αναφέρεται στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στα πλαίσια της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας δόθηκε με μεγάλη επιτυχία η παγκόσμια πρεμιέρα του Βυζαντινού του Έργου «Χρονικόν της Αλώσεως» με την συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Όπερας της Σόφιας, την Χορωδία της Μακεδονίας, πρωταγωνιστή τον Γρηγόρη Βαλτινό και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Η «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» σε μορφή Συμφωνικής Καντάτας με ερμηνευτές τον Πέτρο Γαϊτάνο και τον Γρηγόρη Βαλτινό παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής με θριαμβευτική επιτυχία καθώς και στις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Το ίδιο έργο υπό την διεύθυνση του συνθέτη με 140 μουσικούς – χορωδούς και solist παρουσιάσθηκε το καλοκαίρι του 2005 στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Στον Αρχαιολογικό Χώρο του Μυστρά το 2007 στο θεσμό των Παλαιολογίων παρουσιάσθηκε το «Χρονικόν της Αλώσεως» με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και την Χορωδία της ΕΡΤ. Ερμήνευσαν ο Γρηγοίρης Βαλτινός, ο Άγγελος Αντωνόπουλος και ο Γιάννης Χριστόπουλος υπο την διεύθυνση του συνθέτη. Είναι μέλος της P.R.S της Αγγλίας, της S.A.C.E.M της Γαλλίας , της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, της Α.Ε.Π.Ι και του Δ.Σ της Ε.Δ.Ε.Τ

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Άσπρα Καράβια


Γιάννης Σπανός

http://www.antifonies.gr/wp-content/uploads/2015/04/giannis-spanos-bgdr.jpgΟ Γιάννης Σπανός γεννήθηκε στο Κιάτο όπου ξεκίνησε σπουδές πιάνου. Εγκαταλείπει τη Νομική και εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου παίζει πιάνο σε μπουάτ, γνωρίζεται και συνεργάζεται με αστέρια της γαλλικής μουσικής σκηνής, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό, η Πία Κολόμπο κ.ά.

Ασχολείται με τη σύνθεση, μελοποιώντας Γάλλους ποιητές.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 επιστρέφει στην Ελλάδα και δημιουργεί ένα καθαρά δικό του μουσικό κλίμα, χρησιμοποιώντας νέες φωνές.
Πρωτοστάτησε στο μουσικό ρεύμα που ονομάστηκε Νέο Κύμα και το πρώτο του ελληνικό τραγούδι ήταν η σύνθεση "Μια αγάπη για το καλοκαίρι" που ερμήνευσε η Καίτη Χωματά.
Οι συνεργασίες του με τους μεγαλύτερους έλληνες στιχουργούς (Λ. Παπαδόπουλο, Μ. Ελευθερίου, Πυθαγόρα κ. ά. ) καθώς και οι μεγάλες επιτυχίες με τους δημοφιλέστερους τραγουδιστές (Γ. Μπιθικώτσης, Σ. Κόκοτας, Β. Μοσχολιού, Γ. Νταλάρας, Χ. Αλεξίου, Μαρινέλλα, Τ. Βοσκόπουλος, Μ. Μητσιάς, Γ. Πάριος, Γ. Πουλόπουλος κ. ά.) τον αναδεικνύουν ως έναν από τους μεγάλους σύγχρονους συνθέτες.
Κλείνοντας την 5η δεκαετία της παρουσίας του στο ελληνικό τραγούδι συνεχίζει να παρουσιάζει με φρεσκάδα και ευαισθησία νέες συνθέσεις σε συνεργασία με νεότερους έλληνες καλλιτέχνες.


Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Τράβα μπρος


Μάνος Χατζιδάκις


 Βιογραφία

Γεννηση και Νεανικά Χρόνια

https://i.embed.ly/1/display/resize?key=1e6a1a1efdb011df84894040444cdc60&url=http%3A%2F%2Fstatic.larissanet.gr%2Fwp-content%2Fuploads%2F2012%2F12%2Fcms-image-000022121.jpg&width=810Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολίκαι το ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, με τη μητέρα του, το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδακις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 - 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων οι ποιητέςΝίκος ΓκάτσοςΓιώργος ΣεφέρηςΟδυσσέας ΕλύτηςΆγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία[3][4][5].

Τα πρώτα έργα

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική, και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινίαΑδούλωτοι Σκλάβοι.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[6] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης την διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[7].
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" (1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρους" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες, για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η "Μήδεια" (1956), ο "Κύκλωπας" (1959), οι "Βάκχες" (1962), οι "Εκκλησιάζουσες" (1956), η "Λυσιστράτη" (1957) και οι "Όρνιθες" (1959). Το (1950) εξάλλου, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία "Ο Θάνατος του Διγενή".
Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα όπως τα πιανιστικά έργα "Ιονική σουίτα"(1952) και "Για μια μικρή λευκή αχιβάδα" (1947, το πρώτο από 51 έργα, που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του, ως opus 1), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου, Ετιέν Ρέρυ).

Η μεγάλη δημοσιότητα

Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι "Τα παιδιά του Πειραιά", από την ταινία του Ζυλ Ντασέν "Ποτέ την Κυριακή". Η βράβευση αυτή του δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του.
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον "Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη "Μήδεια" του Ευριπίδη (1958), το "Παραμύθι χωρίς όνομα", του Ι. Καμπανέλλη (1959) το "Ο κύκλος με την κιμωλία" του Μπρεχτ, η "Οδός ονείρων" (1962), αλλά και "Το χαμόγελο της Τζοκόντας" - δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

Στο εξωτερικό

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τηΜελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του "Ποτέ την Κυριακή" με τον τίτλο "Illya Darling". Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών "Reflections" σε συνεργασία με το συγκρότημα "New York Rock and Roll Ensemble", ενώ ηχογραφεί και "Το Χαμόγελο της Τζοκόντας", στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή. Παράλληλα συνεχίζει την συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η "Ρυθμολογία" (έργο για πιάνο) και η "Αμοργός" (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.

Επιστροφή στην Ελλάδα - μεταπολίτευση

Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο "Πολύτροπο", με το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, "μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ' όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία"[8]. Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του "Μεγάλου Ερωτικού".
Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στον χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά κορυφώνονται την περίοδο αυτή. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 - 1977 ενώ την περίοδο 1975 - 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών στην ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -σίγουρα - την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις "Μουσικές Γιορτές" στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούςχορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον "Μουσικό Αύγουστο" στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 - 1982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.
Το 1985 παρουσιάζει και εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό "Τέταρτο" (1985 - 1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης, δημιουργεί την πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα, "Σείριος", η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα, παρουσιάζει επιλεγμένα έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ "Σείριος" (Ζουμ).
Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των χρωμάτων, προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα των χρωμάτων μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Στις 3 Ιουνίου 1990 σε συνεργασία με τον κορυφαίο μουσικό Άστορ Πιατσόλα, διευθύνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε μια συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο θέατρο του Ηρώδη του Αττικού.[9] Η συναυλία θεωρείτε εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα μετά, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο έπεσε σε κώμα δύο ετών και έφυγε από τη ζωή το 1992.[9] Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργανώνει τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».
Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά, κατά την περίοδο αυτή, αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι "Η εποχή της Μελισσάνθης", έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών "Τα παράλογα" (1978), "Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς" (1983), η μουσική παράσταση "Πορνογραφία" (1982) σε δική του σκηνοθεσία, η "Σκοτεινή μητέρα" και "Τα τραγούδια της αμαρτίας".
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.

Η στάση του στην τέχνη, την μουσική, την παράδοση

Η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο

Η στροφή των Ελλήνων συνθετών στην παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει από την γενιά του μεσοπολέμου. Συνθέτες όπως οΝίκος Σκαλκώτας και ο Μανώλης Καλομοίρης, που εντάσσονται χρονολογικά στην λεγόμενη γενιά του ’30, επηρεάστηκαν από το πνεύμα της εποχής και αντιμετώπισαν το ζήτημα της ελληνικότητας στον χώρο της μουσικής. Ωστόσο οι συνθέτες αυτοί παρέμειναν προσκολλημένοι σε μία ηθογραφική προσέγγιση του παραδοσιακού -δημοτικού κυρίως- μουσικού υλικού[10].
Ο Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο, και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα -για την κοινωνία της εποχής του- λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Από αυτή τη σκοπιά ο Χατζιδάκις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεχιστής της γενιάς του ’30 στον χώρο της μουσικής[11]. Εξάλλου, ο Χατζιδάκις γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της.
Στην πορεία αυτή, θα ενταχθούν πολύ νωρίς -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940- και άλλοι συνθέτες, όπως οΑργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με την λαϊκή παράδοση σε κίνημα. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινόησε ο Μίκης Θεοδωράκης για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις - Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με την σιγουριά της ποιότητας, θα αποτελέσει έκτοτε τον βασικό πυλώνα που θα καθορίσει τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.

Η στάση του απέναντι στο λαϊκό

Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο, ο Χατζιδάκις διατηρεί μίαν θεωρητική, αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Θεοδωράκη: Διατηρεί πάντα την συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο «λαϊκό» αυστηρά, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
«… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…»[12]
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητά για την μουσική του ένα περιεχόμενο ουσιαστικό και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μίαν βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκήρυξε μεγάλο μέρος του "λαικότροπου" έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά για την μεγάλη επιτυχία του "Ποτέ την Κυριακή":
«Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα»[13]

Το τραγούδι

Ο Χατζιδάκις επιδιώκει μια μουσική ζωντανή, που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους, και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης[14]. Για τον λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασσικής μουσικής[15], και επέλεξε απ’ την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης» [16]«Πιστεύω» -γράφει ο Χατζιδάκις-«στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.» [17].
Το τραγούδι κατά τον Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο, αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Τον στόχο αυτό θεωρεί ότι τον επιτυγχάνει για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965)[18].
Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με την γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.

Συγγραφικό έργο

Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, με τους τίτλους "Μυθολογία" και "Μυθολογία δεύτερη". Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλια του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο "Τα σχόλια του Τρίτου", καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα, με τίτλο "Ο καθρέφτης και το μαχαίρι». Ο Χατζιδάκις -σε αντίθεση με τον Μίκη Θεοδωράκη- δεν συνέγραψε αμιγώς θεωρητικά έργα. Η θεωρητική του τοποθέτηση, τόσο σε θέματα μουσικής όσο και σε ευρύτερα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου, αποτυπώνεται σε ένα πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων, διαλέξεων και σχολίων, καθώς και στο συνθετικό του έργο.

Οι παρεμβάσεις του στον δημόσιο βίο

Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε, ήδη από την εποχή της απελευθέρωσης[19][20], βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση. Για την πολιτική του ταυτότητα, γράφει ο ίδιος: "Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής [...] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει."[21]. Η πολιτική σκέψη του Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από τον χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες, και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του, που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο[22].
Από την μεταπολίτευση, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Αρχικά με το τρίτο πρόγραμμα, κι αργότερα με το περιοδικό "το τέταρτο", επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις[23]. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων, πάλεψε ενάντια στις μεθοδεύσεις, τον λαϊκισμό, τον συντηρητισμό και την αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο, και κορυφώνονται με την καταδίκη του "αυριανισμού" που τον έφερε στο στόχαστρο του αντίστοιχου εκδοτικού συγκροτήματος.
Η στάση του Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι "Τα παράλογα" (1976), "Η εποχή της Μελισσάνθης" (1980), "Πορνογραφία" (1982), "Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς" (1983).

Εργογραφία

Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο τον συνθέτη, και ανασυνταχθεί από τον Β. Αγγελικόπουλο[24] και την Ρ. Δαλιανούδη [25]. Στην εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έχει επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του, που θεωρούσε ως τα πλέον σημαντικά.
Η πλήρης εργογραφία και δισκογραφία του συνθέτη, με τα δικά του εισαγωγικά σημειώματα, καθώς και πρόσθετο αρχειακό υλικό, είναι προσβάσιμη στον επίσημο ιστότοπό του[26].

Επιλεγμένη εργογραφία

Αναφέρονται οι τίτλοι και η ημερομηνία του έργου (όχι η ημερομηνία έκδοσης). Στα έργα που δουλεύτηκαν σε διαφορετικές φάσεις αναφέρεται η ημερομηνία της τελικής φάσης. Όπου σημειώνεται ο αριθμός του έργου (ερ.) αυτός αναφέρεται στην αρίθμηση του ιδίου του Χατζιδάκι (βλ. παραπάνω).
  • Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
  • Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
  • Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
  • Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
  • Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
  • Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
  • Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
  • Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
  • Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
  • Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
  • Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
  • Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
  • Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
  • Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
  • Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
  • Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
  • Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκυμαντέρ) 1960
  • Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
  • Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
  • The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
  • Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
  • Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
  • America – America (κινηματογράφος) 1963
  • Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
  • Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
  • Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
  • Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
  • Blue (κινηματογράφος) 1967
  • Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
  • Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
  • Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
  • Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
  • Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
  • Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
  • Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
  • A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
  • Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
  • Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
  • Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
  • Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
  • Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
  • Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
  • Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
  • Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1987
  • Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994

Ο Χατζιδάκις στο έργο άλλων δημιουργών

  • Το έργο του Χατζιδάκι "Ο μεγάλος ερωτικός" αποτέλεσε το αντικείμενο της ομώνυμης ταινίας του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη.
  • Ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ήταν εξόριστος στην Ζάτουνα, χρησιμοποίησε ως ρεφραίν στο τραγούδι "Είμαι Ευρωπαίος" μέρος από το τραγούδι του Χατζιδάκι "Εκεί ψηλά στον Υμηττό" φοβούμενος ότι αν τον άκουγαν οι φρουροί να παίζει ένα δικό του τραγούδι θα έκαναν εφαρμογή του διατάγματος Αγγελή[27].
  • Το τραγούδι "Τώρα που πας στην ξενιτιά" επιλέχτηκε για την τελετή έναρξης των Μεσογειακών Αγώνων του 1991 στην Αθήνα.
  • Το τραγούδι "Μητέρα κι αδελφή" από το έργο "Η Εποχή της Μελισσάνθης" επιλέχτηκε για την τελετή λήξης τωνΟλυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
  • Ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Σταύρος ΞαρχάκοςΝότης Μαυρουδής και Γιώργος Ρωμανός. Το ποίημα "Κρίση" μελοποιήθηκε τόσο από τον Ξαρχάκο, όσο και από τον Μαυρουδή.